- επίφυτα
- Χλωροφυλλούχα φυτά. Φύονται επάνω σε άλλα φυτά, κυρίως δέντρα, χωρίς να παρασιτούν, δηλαδή δεν απομυζούν από αυτά θρεπτικές ουσίες, αλλά τα χρησιμοποιούν μόνο ως υποστήριγμα.
Ιδιαίτερα, ε. ονομάζονται εκείνα τα φυτά που, επειδή δεν έχουν καμιά επικοινωνία με το έδαφος, αναπτύσσουν άφθονες εναέριες ρίζες, με τις οποίες απορροφούν την ατμοσφαιρική υγρασία. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα ορχεοειδή, ιδιαίτερα τα μεγαλύτερα από αυτά που ζουν στα τροπικά δάση, τα πολυποδιειδή (πλατυκέριον) και τα βρομελιειδή (τιλανδσία). Επίσης, τα φυλλόβρυα και τα ηπατικά είναι συχνά φυτά ε. Δηλαδή, ζουν επάνω στα δέντρα, αλλά δεν έχουν το ευδιάκριτο και, από μια ορισμένη άποψη, χαρακτηριστικό ριζικό σύστημα των ε. Στην πραγματικότητα, τα ριζοειδή τους βυθίζονται στο λεπτό στρώμα χώματος που συγκεντρώνεται στον φλοιό των δέντρων.
Οι πιο κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη των ε. είναι εκείνες που χαρακτηρίζονται από συνεχείς καθημερινές βροχές και υψηλή υγρασία αέρα, δηλαδή στα βροχερά τροπικά δάση. Ο επιφυτισμός προϋποθέτει εύκολη κινητικότητα και μεταφορά των σπορίων ή των σπερμάτων τους από τον άνεμο ή τα πτηνά.
Τα ε. διακρίνονται σε ε. ευκαιρίας, προαιρετικά και αποκλειστικά. Άλλη κατηγορία είναι τα ημιεπίφυτα που ονομάζονται και δενδροπνίκτες.
Στα ε. ανήκουν και μερικά ημιπαράσιτα της οικογένειας των λορανθιδών τα οποία, ενώ είναι πράσινα και φωτοσυνθέτουν, προμηθεύονται θρεπτικά άλατα και νερό από τον ξενιστή.
Tα επίφυτα είναι χλωροφυλλούχα φυτά που ζουν πάνω σε δέντρα, αλλά χωρίς να απομυζούν από αυτά θρεπτικές ουσίες.
* * *ταβοτ. φυτά που αναπτύσσονται πάνω σε άλλα φυτά, τρέφονται όμως από την ατμόσφαιρα, αλλιώς ψευδοπαράσιτα.
Dictionary of Greek. 2013.